- πυρίκαυτα
- πυρίκαυτοςburnt in fireneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AMBUSTA — Graece πυρίκαυτα, dicuntur Plinio l. 20. c. 6. 8. etc. et Dioscoridi, pustulae ex igne vel aqua ferventi adspersa in corpore exortae: unde multa ambustorum remeida apud eos. Glossae, Ambustus, περιπεφλεγμένος, περικαυθεὶς, et Assulae ambustae… … Hofmann J. Lexicon universale
χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek